παραπετρ(ι)ά

παραπετρ(ι)ά
η
χτύπημα κατά λάθος από πέτρα που ρίχθηκε για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πετριά «χτύπημα με πέτρα, υπαινιγμός» (< πέτρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”